- οξύνομαι
- οξύνομαι, οξύνθηκα, οξυμένος βλ. πίν. 49
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
εξαγριαίνω — ἐξαγριαίνω (AM) [αγριαίνω] 1. εξαγριώνω, εξοργίζω 2. αγριεύω, οξύνομαι … Dictionary of Greek
εξοξύνομαι — ἐξοξύνομαι (Α) [οξύνομαι] (για κρασί) ξινίζω … Dictionary of Greek
προσέχω — ΝΜΑ 1. έχω στρέψει την προσοχή μου σε κάτι, σκέπτομαι, παρατηρώ ή παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον (α. «πρόσεχε στο μάθημα» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», Αριστοτ.) 2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω (α. «ήταν κι αυτός εκεί αλλά … Dictionary of Greek
συγκαταθήγομαι — Α οξύνομαι ταυτοχρόνως με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταθήγω «ακονίζω, τροχίζω»] … Dictionary of Greek
συμπαροξύνω — Α [παροξύνω] 1. προτρέπω, παρακινώ επίσης 2. οξύνω, ερεθίζω επίσης 3. παθ. συμπαροξύνομαι οξύνομαι, ερεθίζομαι, συγχρόνως με κάτι άλλο («λυγμὸν συμπαροξυνομένον τοῑς πυρετοῑς», Γαλ.) … Dictionary of Greek
ՍՐԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 2 0757 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 10c, 12c չ. ὁξύνομαι acuor, acuminor. Սո՛ւր լինել. որպէս սրիլ. հատու գտանիլ. ... *(Յեսանն՝) որ սուսերաց ըզսուրըն տայ, եւ ինքըն գուլ՝ ո՛չ սրանայ. Յիսուս որդի.: Կամ Սրածայր եւ իբր… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)